- πλοίο
- Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές επιχειρήσεις) και ψυχαγωγικούς (ταξίδια αναψυχής και αθλητικοί αγώνες) σκοπούς.
Ιστορικά στοιχεία. Δεν είναι δυνατό να καθορίσουμε με ικανοποιητική προσέγγιση, ούτε και για τη Μεσόγειο μόνο, την εποχή κατά την οποία παρουσιάστηκαν τα πρώτα π. Είναι όμως βέβαιο ότι από την 3η ήδη χιλιετία ο μινωικός πολιτισμός είχε θέσει τις βάσεις της ναυπήγησης του κλασικού π., με μικρά ξύλινα σκάφη, με ίσια καρένα και πόστες (νομείς) ή πλευρικό σκελετό με εξωτερικό πέτσωμα (περίβλημα)· κυριότερο μέσο πρόωσης ήταν τα κουπιά, ενώ βοηθητικά ήταν τα πανιά. Συγχρόνως σχεδόν οι Αιγύπτιοι, χρησιμοποιώντας και την εμπειρία των Φοινίκων, μετέτρεψαν σιγά σιγά τα σκάφη που χρησιμοποιούσαν στο Νείλο, σε θαλασσοπόρα. Μεταξύ της 3ης και της 1ης χιλιετίας, οι Φοίνικες ανάπτυξαν έντονη ναυτική δραστηριότητα και απ’ αυτούς πήραν την τεχνική της ναυπηγικής οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι. Κατά τους ελληνορωμαϊκούς χρόνους υπήρχε ακριβής διάκριση μεταξύ πολεμικού και εμπορικού π.: το πρώτο με μια ή περισσότερες σειρές κουπιών και το δεύτερο, αντίθετα, με πανιά –γενικά με δυο κατάρτια που είχε το καθένα ένα τετράγωνο πανί– και σκάφος με γραμμές λιγότερο λεπτές από το πολεμικό π. Μετά την πτώση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, το Βυζάντιο, που την κληρονόμησε και στον ναυτικό τομέα, εξακολούθησε να χρησιμοποιεί τα ίδια συστήματα ναυπηγικής: μονάδες της εποχής εκείνης υπήρξαν ο δρόμων, ο δόρκων και η κουμβάρα ή γαββάρα· τα δύο τελευταία, τα οποία ονομάζονταν «πάμφυλα», ήταν τυπικά φορτηγά π. με δύο ή και τρία κατάρτια με τετράγωνα πανιά, όχι πολύ διαφορετικά από τα στρογγυλά π. της προηγούμενης περιόδου. Οι διαδοχικές επαφές με το αραβικό ναυτικό επηρέασαν την εξαρτία (πιθανή υιοθέτηση του τριγωνικού πανιού, που αργότερα ονομάστηκε λατίνι) και τη ναυπηγική τεχνική, με την οποία ναυπηγήθηκαν ελαφρότερα και ταχύτερα σκάφη. Στο μεταξύ στη βόρεια Ευρώπη οι Βίκινγκς, σκανδιναβικός λαός, διέσχιζαν τις θάλασσες με τα ιδιόμορφα π. τους, όπως το ντράκαρ και το παρόμοιο σνέκαρ, κυρίως κωπήλατα.
Κατά την εποχή που ακολούθησε τις σταυροφορίες και που χαρακτηριζόταν από εντατική κίνηση στη θάλασσα, η ναυπηγική εξακολούθησε να εξελίσσεται: έτσι δημιουργήθηκαν, στον πολεμικό τομέα, οι γαλέρες και στον εμπορικό οι καράκες και τα γαλιόνια. Ως συνέπεια των ολοένα και πιο στενών επαφών με τους δυτικούς λαούς, εμφανίστηκε στη Μεσόγειο η γαλεάσα (γαλεώνα), ατλαντικό σκάφος με δύο ή περισσότερα καταστρώματα και τρία ή τέσσερα κατάρτια, που χρησίμευε αποκλειστικά σχεδόν για εμπορικούς σκοπούς· αρκετά μικρότερη, αλλά με θαυμάσιες πλευστικές ικανότητες ήταν η καραβέλα, που έγινε περίφημη από τα ταξίδια του Χριστόφορου Κολόμβου. Κατά τον 16o αι., μετά τον πρώτο περίπλου της υδρογείου, τα ναυτικά ταξίδια πολλαπλασιάστηκαν ακόμα περισσότερο, προπάντων στους ωκεανούς: κατά συνέπεια το π. έπρεπε να τελειοποιηθεί για να είναι κατάλληλο να παραμένει στη θάλασσα για πολύ και να αντέχει στις θύελλες του ωκεανού. Ως αποτέλεσμα των τελειοποιήσεων που απαιτούσε ο υπερωκεάνιος πλους, τον 17o αι., έκανε την εμφάνιση του το βατσέλο (βασέλο) στο πολεμικό ναυτικό και η «νάβα» στο εμπορικό. Και τα δύο είχαν τρία κατάρτια με τετράγωνα πανιά, αλλά το δεύτερο παρέμεινε τελείως διαφορετικό από το πολεμικό, όχι μόνο επειδή ήταν κοντύτερο και πλατύτερο αλλά και γιατί είχε γενικά δύο καταστρώματα αντί για τρία ή τέσσερα. Παράλληλα με τις δύο αυτές θεμελιώδεις μονάδες, υπήρχαν και διάφοροι άλλοι τύποι με μικρότερες διαστάσεις, μεταξύ των οποίων, στο πολεμικό ναυτικό, η φρεγάτα, με δύο καταστρώματα, η κορβέτα, με ένα μόνο κατάστρωμα, και στο εμπορικό ναυτικό τα μπριγκαντίνια και οι γολέτες. Οι τελευταίες αξιόλογες μονάδες της ιστιοφόρου ναυτιλίας εμφανίστηκαν κατά το δεύτερο μισό του 19ου αι., με τα κλίπερ που συναγωνίστηκαν, αλλά για λίγο διάστημα τα ατμόπλοια.
Κατά τον 19o αι., για την πρόωση χρησιμοποιήθηκε ο ατμός και για τη ναυπηγική το σίδερο· για τους δυο αυτούς λόγους, και τα εμπορικά και τα πολεμικά π. υπέστησαν βαθμιαία αλλά ριζική μεταμόρφωση. Το πρώτο ατμόπλοιο που εκτέλεσε αποδοτική υπηρεσία υπήρξε το Clermont, μικρό ξύλινο π. με δυο πλευρικούς τροχούς, του Αμερικανού Ρόμπερτ Φούλτον, που χρησιμοποιήθηκε στον ποταμό Χάντσον, από το 1807· το 1818 το ατμόπλοιο Ferdinando Iτου ναπολιτάνικου ναυτικού, διέσχισε τη Μεσόγειο· το επόμενο έτος το αμερικανικό Savannah, ιστιοφόρο με βοηθητική πρόωση τροχών, υπήρξε η πρώτη ατμοκίνητη μονάδα που διέπλευε τον Ατλαντικό από τη Νέα Υόρκη στο Λίβερπουλ· το 1824 καθελκύστηκε στην Αγγλία το πρώτο σιδερένιο ατμόπλοιο, το Aaron Manby. Είκοσι περίπου χρόνια αργότερα, το 1843, τέθηκε σε υπηρεσία ένα σιδερένιο υπερωκεάνιο, το αγγλικό Great Britain, ελικοφόρο ατμόπλοιο χωρητικότητας 3.000 τ. και ταχύτητας 10 κόμβων. Το 1858, πάλι στην Αγγλία καθελκύστηκε το μεγαλύτερο υπερωκεάνιο του 19ου αι., το Great Eastern, 27.000 τ. μήκους 211 μ. και εφοδιασμένο με τρεις μηχανές, ισχύος 8.000 HP, που μετέδιδαν κίνηση σε δύο πλευρικούς τροχούς και μια έλικα, αναπτύσσοντας ταχύτητα 14 κόμβων και ικανό να μεταφέρει 4.000 επιβάτες. Οι πρόοδοι συνεχίστηκαν αδιάκοπα, αλλά ολόκληρη τη δεκαετία 1860-70 σε ένα και το αυτό π. ο ατμός συνόδευε πολύ συχνά τα πανιά (π. με μεικτή πρόωση)· μετά την εποχή αυτή, κατά την οποία οι μηχανές είχαν φτάσει σε αξιοσημείωτη ασφάλεια λειτουργίας, δεν υπήρχαν πια π. με μεικτή πρόωση, αλλά μόνο ατμόπλοια και ιστιοφόρα (τα τελευταία αυτά πάντοτε σε μικρότερους αριθμούς). Το εμπορικό ναυτικό αυξήθηκε σταθερά σε αριθμό και διαιρέθηκε, ανάλογα με το φορτίο που μετάφερε, σε δύο μεγάλες κατηγορίες: τα επιβατικά και τα φορτηγά π.· τα τελευταία υποδιαιρούνται, ως προς τον τύπο των μεταφορών, σε π. προορισμένα, όπως τα επιβατικά, για καθορισμένες γραμμές (π. τακτικών γραμμών, αγγλικά liner) και σε π. που ναυλώνονται από λιμάνι σε λιμάνι (τα tramps). Τον 20ό αι. παράλληλα με την πρόωση του ατμού εισήχθη σιγά-σιγά και η πρόωση με μηχανές εσωτερικής καύσης: ξεχωρίστηκαν έτσι τα ντηζελοκίνητα (μότορσιπ) από τα ατμόπλοια. Έκτοτε το πολεμικό ναυτικό προόδευσε και εξειδικεύτηκε ακόμα περισσότερο από το εμπορικό: στο τέλος του 19ου αι. έκαναν την εμφάνιση τους τα πρώτα υποβρύχια, μετά τον A’ Παγκόσμιο πόλεμο άρχισαν να εμφανίζονται τα αεροπλανοφόρα, και πιο πρόσφατα, παράλληλα με τα διάφορα κινητήρια συστήματα, μερικά μεγάλα π. και υποβρύχια χρησιμοποίησαν την ατομική ενέργεια. Οι πρόοδοι που έγιναν, προπάντων κατά τα τελευταία τριάντα χρόνια, και στον τομέα της ναυπηγικής και στον τομέα της πρόωσης, ήταν τέτοιες, ώστε σήμερα μπορούν να ναυπηγηθούν π. οποιουδήποτε μεγέθους, με ταχύτητα πάνω από 30 κόμβους και εφοδιασμένα με τα τελειότερα όργανα: μοναδικός περιορισμός, εκτός από την οικονομική πλευρά, είναι εκείνος που οφείλεται στις διαστάσεις των σημερινών λιμενικών εγκαταστάσεων και των τεχνητών διωρύγων, όπως του Σουέζ και του Παναμά. Όσον αφορά στο εμπορικό ναυτικό, από αρκετό καιρό, τα επιβατικά π. χαρακτηρίζονται από μεγάλες υπερκατασκευές (διάφορα καταστρώματα πάνω από το κατώτερο κατάστρωμα), από λεπτολόγα διαίρεση σε διαμερίσματα, από πολύ περίπλοκο εξοπλισμό (χώροι ενδιαίτησης, πυροσβεστικές, ναυαγοσωστικές υπηρεσίες κλπ.) και φτάνουν σε μεγάλα εκτοπίσματα: ήδη κατά το παρελθόν, με τα υπερωκεάνια Normandie (γαλλικό, 1932) και Queen Mary (αγγλικό 1934) είχε ξεπεραστεί το εκτόπισμα των 80.000 τ. και η ταχύτητα των 30 κόμβων· 20 περίπου χρόνια αργότερα,οι ΗΠΑ καθέλκυσαν το υπερωκεάνιο United States, που έχει μήκος 280 μ., εκτόπισμα 53.000 τ. και ταχύτητα 34 κόμβων. Το εμπορικό ναυτικό περιλαμβάνει και μεικτά π., δηλαδή επιβατικά και φορτηγά (ένα π. πάντως που έχει καμπίνες για όχι περισσότερους από 12 επιβάτες θεωρείται φορτηγό και όχι μεικτό). Κατά τα τελευταία χρόνους παρατηρήθηκε μεγαλύτερη εξειδίκευση φορτηγών π.: έτσι έχουμε π. για ποικίλο ξηρό φορτίο χύμα (στάρι, κάρβουνο, μεταλλεύματα κλπ.), π.- ψυγεία για μεταφορές αναλώσιμων εμπορευμάτων, π.- πορθμεία (φέρι-μπόουτ), π. ειδικών υπηρεσιών (ρυμουλκά, ναυαγοσωστικά, τοποθέτησης καλωδίων κλπ.) και δεξαμενόπλοια. Μεταξύ των τελευταίων αυτών ιδιαίτερη σημασία απέκτησαν τα πετρελαιοφόρα, οι διαστάσεις των οποίων έχουν αυξηθεί: από το 1967 και ύστερα παραγγέλθηκαν ή ναυπηγήθηκαν στην Ιαπωνία και στην Ευρώπη δεκάδες πετρελαιοφόρων 200.000 τ. και η χωρητικότητα αυτή έχει φτάσει ή υπερβεί τους 500.000 τ. Ως τελευταία πρόοδος αντιμετωπίζεται επίσης και για τα εμπορικάπ. η πρόωση με ατομική ενέργεια και δεν στερείται σημασίας το ότι το πρώτο φορτηγό π. που προικίστηκε με την κινητήρια αυτή δύναμη φέρει το ίδιο όνομα, Savannah, που είχε το πρώτο π. που διέσχισε τον ωκεανό με μηχανική πρόωση. Στον τομέα των πολεμικών π. κατά τη σύγχρονη εποχή, μετά τον B΄ Παγκόσμιο πόλεμο, εξαφανίστηκαν τα θωρηκτά τα οποία στους διάφορους στόλους αντικαταστάθηκαν από τα αεροπλανοφόρα, μερικά από τα οποία έχουν εντυπωσιακά χαρακτηριστικά: π.χ. το αμερικανικό Enterprise, κινούμενο με ατομική ενέργεια, που μπήκε σε υπηρεσία στο τέλος του 1961, έχει εκτόπισμα 86.000 τ. περίπου με πλήρες φορτίο, μήκος 335 μ., ισχύ 300.000 HP, ταχύτητα 35 κόμβων και μπορεί να μεταφέρει πάνω από 100 αεροπλάνα. Τα σημερινά πολεμικά π. μπορούν να χωριστούν σε τρεις μεγάλες κατηγορίες: τα αεροπλανοφόρα, τα μικρότερα π. επιφανείας (καταδρομικά, αντιτορπιλικά, φρεγάτες κλπ.), μερικές φορές εξοπλισμένα με πυραύλους και πάντοτε με πυροβόλα ταχύτατης βολής, και τα υποβρύχια, εξοπλισμένα με τορπίλες διάφορων τύπων και, σε μερικές χώρες, με διηπειρωτικούς πυραύλους. Η πρόωση των διαφόρων αυτών μονάδων είναι κατά το μεγαλύτερο μέρος η κλασική (μηχανές εσωτερικής καύσης ή μηχανές με ατμό που προέρχεται από λέβητες πετρελαίου), αλλά μπορεί κανείς να προβλέψει ότι η πρόωση με ατομική ενέργεια, που είναι ήδη πολύ διαδομένη στα αμερικανικά υποβρύχια, θα αντικαταστήσει τελικά και στα διάφορα π. επιφάνειας τα κινητήρια συστήματα του κλασικού τύπου.
Περιγραφικά και τεχνικά στοιχεία. Για μια περιληπτική περιγραφή, παίρνουμε ένα φορτηγό π. γιατί σε αυτό ιδιαίτερα συναντώνται όλα τα ουσιώδη στοιχεία τα οποία, λιγότερο ή περισσότερο τροποποιημένα, εμφανίζονται και στους άλλους τύπους εμπορικού π. και ως προς τη θεμελιώδη διάρθρωση παρουσιάζονται επίσης στα πολεμικά. Κυριότερο τμήμα του π. είναι το σκάφος, που εδώ και μισό περίπου αιώνα είναι πάντοτε μεταλλικό και κατασκευάζεται κατά βάση από μια ισχυρή διαμήκη δοκό, που λέγεται καρένα (ή τρόπις), η οποία προχωρεί από την πρύμη στην πλώρη στο χαμηλότερο κεντρικό σημείο· από αυτή ξεκινά προς τα πάνω στα δυο πλευρά ικανός αριθμός τεμαχίων κατάλληλου σχήματος, που λέγονται πόστες (νομείς), τα οποία αποτελούν τα πλευρά του σκελετού, στον οποίο τοποθετείται εξωτερικά επένδυση υδατοστεγής, το εξωτερικό περίβλημα. Κάθε πλευρό του σκελετού αποτελείται από πολλά μέρη: το χαμηλότερο, που ενώνεται από μια πλευρά με την καρένα και από την άλλη με το αντίστοιχο πλευρό, ονομάζεται κούτσα (έδρα νομέα). Για να συντελέσουν στην αντοχή της τομής, ο διάφορες κούτσες συνδέονται με διαμήκεις δοκούς, τα σωτρόπια. Οι πόστες (νoμείς) των δύο πλευρών του π. συνδέονται μεταξύ τους, σε διάφορα ύψη από την καρένα, με εγκάρσιες δοκούς που λέγονται καμάρια (ζυγά), στις οποίες είναι στερεωμένο το επίπεδο των αντίστοιχων καταστρωμάτων. Η εγκάρσια τομή του π. στο πλατύτερο τμήμα του λέγεται τομή κατά το μέγιστο νομέα: αυτή έχει σχήμα U, αλλά επειδή το σκάφος γίνεται λεπτότερο προς τα δύο άκρα, οι παράλληλες κατά το μέγιστο νομέα τομές στενεύουν προπάντων στη βάση, έτσι ώστε στην πλώρη και στην πρύμη έχουν σχήμα V. Τα πλευρικά εξωτερικά τμήματα της πλώρης και της πρύμης λέγονται αντίστοιχα μάσκες και γοφοί (ισχία). Οι πλευρικές επιφάνειες του σκάφους πάνώ από την ίσαλο γραμμή λέγονται μπάντες (πλευρά του πλοίου) και διακρίνονταισε δεξιά και αριστερή, σε σχέση με ένα παρατηρητή που βρίσκεται στο κατάστρωμα με το πρόσωπο στραμμένο στην πλώρη. Η γραμμή της επιφάνειας του νερού που αγγίζει το σκάφος λέγεται ίσαλος γραμμή και ποικίλλει ανάλογα με το μεγαλύτερο ή μικρότερο βύθισμα του π. Τα μέρη του σκάφους που είναι πάνω από την ίσαλο γραμμή λέγονται έξαλα και εκείνα που είναι κάτω από αυτήν ύφαλα· το μέγιστο ύψος των υφάλων καθορίζει το βύθισμα, το οποίο ποικίλλει με το φορτίο και κατά συνέπεια με το εκτόπισμα. Ονομάζεται ύψος γραμμής φόρτωσης η ζώνη του σκάφους που περιλαμβάνεται μεταξύ της ισάλου γραμμής, η οποία αντιστοιχεί στο μεγαλύτερο επιτρεπόμενο από τους διεθνείς κανόνες της ασφάλειας ναυσιπλοΐας βύθισμα, και της αντίστοιχης σε πλοίο χωρίς φορτίο.
Το σκάφος του π. διαιρείται, κατά την έννοια του ύψους, σε ένα η περισσότερα οριζόντια επίπεδα, που ονομάζονται καταστρώματα, τα οποία εκτείνονται από την πρύμη ως την πλώρη και παρουσιάζουν, υπό πλευρική έννοια, μια καμπύλη προς τα πάνω. Το ψηλότερο στεγανό κατάστρωμα, που χρησιμεύει να κλείνει το σκάφος, ονομάζεται ανώτατο κατάστρωμα ή απλώς κουβέρτα. Στα εμπορικά π. λέγεται επίσης και κύριο κατάστρωμα· αν όμως επάνω απ’ αυτό υπάρχει μια πλήρης υπερκατασκευή πιο ελαφριά, αυτή τότε ονομάζεται ανώτατο κατάστρωμα: στην περίπτωση αυτή το κύριο κατάστρωμα, πιο γερό, είναι αυτό που βρίσκεται κάτω από αυτό. Κάτω από το ανώτατο κατάστρωμα μπορεί να υπάρχουν άλλα καταστρώματα τα οποία, όταν δεν διακρίνονται από ονομασίες σχετικές προς τη λειτουργία ή τη θέση τους (αμπάρι, κύριο, κατώτερο κλπ.), στο εμπορικό ναυτικό λέγονται, αρχίζοντας από πάνω, 1o, 2o κλπ. κατάστρωμα· τα σχετικά ενδιάμεσα υποφράγματα ονομάζονται 1o, 2o κλπ. υπόφραγμα. Στο πολεμικό ναυτικό τα υποφράγματα που βρίσκονται κάτω από το κατάστρωμα ονομάζονται: υπόφραγμα παραγγελμάτων, υπόφραγμα πυροβόλων και κεντρικό υπόφραγμα. Στα μεγαλύτερα πολεμικά π. μπορεί να υπάρχει επίσης ένα θωρακισμένο κατάστρωμα, προορισμένο να προφυλάσσει τα ζωτικά όργανα του π. (όργανα εξαερισμού και κινητήρων, ηλεκτρογεννήτριες, αποθήκες πυρομαχικών κλπ.). Στα καταστρώματα υπάρχουν ανοίγματα που κλείνουν: αυτά ονομάζονται γυαλιά της κουβέρτας (αναφωτίδες) –εφοδιασμένα με διαφανή θυρόφυλλα– αν χρησιμεύουν μόνο για να παρέχουν φως και αέρα, ή λέγονται κουβούσια και μπουκαπόρτες, αν αποτελούν καθαυτό περάσματα μέσω των καταστρωμάτων. Ανοίγματα, που πάντοτε κλείνουν ερμητικά, μπορούν επίσης να υπάρχουν στα τοιχώματα του π.: λέγονται γυαλιά της μπάντας (παραφωτίδες) αν χρησιμεύουν για φωτισμό ή εξαερισμό και θυρίδες αν χρησιμεύουν ως πέρασμα. Ο εσωτερικός χώρος στο βάθος του π. λέγεται σεντίνα.
Στα εμπορικά π. ονομάζεται αμπάρι ο χώρος που βρίσκεται πάνω από τη σεντίνα και προορίζεται να δέχεται το φορτίο· το αμπάρι μπορεί να εκτείνεται ως το κατάστρωμα και να χωρίζεται από γέφυρες· στα μηχανοκίνητα εμπορικά τα στεγανά διαφράγματα υποδιαιρούν το χώρο αυτό σε διάφορα αμπάρια, η αρίθμηση των oποίων αρχίζει από την πλώρη.
Μια ανάλογη υποδιαίρεση του εσωτερικού χώρου, που γίνεται με στεγανά διαφράγματα τα οποία προεκτείνονται έως το ανώτατο κατάστρωμα, το κατάστρωμα περιπάτου, υπάρχει επίσης και στα πολεμικά π.· σ’ αυτά, όπως και στα εμπορικά π., ο διαχωρισμός σε στεγανά διαμερίσματα είναι απαραίτητος για να εμποδίσει, μέσω μιας οπής διαρροής αν και μικρής, να μπει τόσο νερό, ώστε να εκμηδενίσει ή να βλάψει σοβαρά την πλευστότητα ή την ευστάθεια του π. Όπως είναι φανερό, οι λύσεις αυτές υιοθετούνται μόνο για τα π. μέσων ή μεγάλων διαστάσεων, γιατί στα πλοία μικρότερης χωρητικότητας τα αποτελέσματα των ζημιών στα ύφαλα είναι γενικά τόσο σοβαρά, ώστε, στην πράξη, θα ήταν αδύνατο να τα μετριάσουν, γιατί δεν υπάρχουν διαθέσιμοι χώροι λόγω μεγέθους για μια αποτελεσματική διαίρεση σε στεγανά διαμερίσματα. Φυσικά, κάθε ενδεχόμενο πέρασμα μέσω των διαφραγμάτων πρέπει να αποτελείται από μια στεγανή θυρίδα η οποία όταν είναι κλειστή, να είναι απόλυτα αδιαπέραστη από το νερό.
Μεταξύ των στεγανών διαφραγμάτων το πιο πρωραίο εγκάρσιο, που λέγεται στεγανό σύγκρουσης έχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί σε περίπτωση οπής διαρροής στην πλώρη, έστω κι αν χαθεί ολόκληρο το πρωραίο τμήμα, πρέπει να εξασφαλίζει την πλοϊμότητα του π.: πολλές φορές, και στην ειρηνική επίσης περίοδο, π. που έχουν κατεστραμμένη την πλώρη κατόρθωσαν να ξαναμπούν στο λιμάνι, μερικές φορές με δικά τους μέσα, ακριβώς γιατί το στεγανό σύγκρουσης είχε αντέξει. Επάνω από το ανώτατο κατάστρωμα μπορεί να υπάρχουν ελαφρότατες υπερκατασκευές, που εκτείνονται συχνά από την πρύμη ως την πλώρη, ή μικρότερες· μεταξύ των πρώτων αναφέρουμε π.χ. τα διάφορα καταστρώματα των επιβατικών π. που έχουν το όνομα της λειτουργίας τους (κατάστρωμα περιπάτου, κατάστρωμα λέμβων, ανοιχτό κατάστρωμα επιβατών, κόντρα γέφυρα κλπ.)· από τις δεύτερες, το καμπούνι (πρόστεγο), τη γέφυρα ναυσιπλοιίας και το κάσσαρο (επίστεγο). Ακόμα ελαφρότερα είναι τα ταμπούκια (μεσόστεγα), χώροι επάνω στο κατάστρωμα που χρησιμεύουν για διάφορους σκοπούς, όπως η τιμονιέρα (θάλαμος χαρτών), η καμπίνα του ασυρματιστή, οι χώροι συγκέντρωσης κλπ.Οι χαρακτηριστικές διαστάσεις ενός π. είναι κυρίως τεσσάρων ειδών: α) γραμμικές, β) βάρους, γ) όγκου και, τέλος, δ) αναλογιών.
α) Το μήκος λαμβάνεται μεταξύ των καθέτων ή από κοράκι σε κοράκι (ολικό μήκος): το πρώτο είναι η απόσταση μεταξύ της καθέτου της εμφόρτου ισάλου στο σημείο όπου αυτή συναντά το ποδόσταμο της πλώρης (πλωριά κάθετος), και της καθέτου που περνά από τη στείρα της πρύμης (πρυμιά κάθετος)· το δεύτερο μήκος είναι αντίθετα το συνολικό του σκάφους, περιλαμβανομένων και των κυρτών τμημάτων της πλώρης και της πρύμης, που προεκτείνονται πέρα από τις καθέτους. Το πλάτος αναφέρεται πάντοτε στην τομή του μέγιστου νομέα και μπορεί να μετρηθεί στην ίσαλο ή στο πλατύτερο σημείο. Το ύψος, που λέγεται επίσης κοίλο του π., μετράται στη μισή απόσταση μεταξύ των κατακόρυφων και είναι η κάθετος μεταξύ της άνω όψης της καρένας και του ζυγού του ανώτατου καταστρώματος. Το βύθισμα είναι αντίθετα η κάθετος μεταξύ της κάτω όψης της καρένας και του επιπέδου της ισάλου: από όσα ήδη αναφέραμε προκύπτει ότι το βύθισμα αλλάζει ανάλογα με το φορτίο του π. Το πρυμναίο βύθισμα είναι γενικά μεγαλύτερο από το πρωραίο: στα άκρα του π. είναι γραμμένη με χρώμα μια βαθμολογική κλίμακα, που επιτρέπει να παρατηρούμε εύκολα το σημαντικό αυτό στοιχείο,
β) Σύμφωνα με την αρχή του Αρχιμήδη «κάθε σώμα που εμβαπτίζεται στο νερό δέχεται άνωση, που είναι ίση με το βάρος του υγρού που εκτοπίζει»: η άνωση αυτή αντιπροσωπεύει το εκτόπισμα και είναι ίση με τον όγκο των υφάλων πολλαπλασιαζόμενο επί το ειδικό βάρος του νερού (κατά μέσο όρο 1,026 για το θαλασσινό νερό) και μετράται σε τόνους. Αυτό είναι φανερό ότι ποικίλλει με το βύθισμα και κατά συνέπεια με το φορτίο· ξεχωρίζουμε όμως το εκτόπισμα με πλήρη φόρτο από το εκτόπισμα με το π. κενό. Η διαφορά μεταξύ των δύο λέγεται χωρητικότητα νεκρού φορτίου και είναι κατά συνέπεια το βάρος των εμπορευμάτων, επιβατών, αποσκευών, τροφίμων, καυσίμων, νερού κλπ. Απ’ αυτό ξεχωρίζουμε την καθαρή χωρητικότητα, που αναφέρεται και ως «ωφέλιμο» φορτίο, για το οποίο πληρώνεται ναύλος, με εξαίρεση κατά συνέπεια των προμηθειών και καυσίμων οποιουδήποτε είδους. Και τα δύο φορτία μετρούνται σε τόνους. Το εκτόπισμα αναφέρεται γενικά μόνο για τα πολεμικά π., τα oποία δεν υπόκεινται σε συχνές και μεγάλες μεταβολές φορτίου. Το φορτίο αντίθετα, και σε μικρότερο μέτρο η χωρητικότητα, χαρακτηρίζουν το φορτηγό π. για το οποίο το εκτόπισμα έχει μικρή σημασία εξαιτίας της εξαιρετικής μεταβλητότητας του.
γ) η χωρητικότητα ενός π. είναι ο όγκος των εσωτερικών του χώρων. Η σχετική μονάδα μέτρησης είναι ο κόρος-τόνος χωρητικότητας –(που είναι κατά συνέπεια μέτρο όγκου και όχι βάρους)–, ο οποίος αντιστοιχεί σε 100 αγγλικά κυβικά πόδια, ίσα προς 2,832 κυβ. μ. Η χωρητικότητα μπορεί να είναι μεικτή ή καθαρή: η πρώτη είναι ο όγκος του εσωτερικού χώρου του π. και των χρησιμοποιήσιμων κλειστών υπερκατασκευών του· η καθαρή χωρητικότητα προκύπτει αν από τη μεικτή αφαιρέσουμε τον όγκο των χώρων της μηχανής και όλους τους άλλους χώρους, που δεν χρησιμεύουν για εμπορεύματα και επιβάτες. Η χωρητικότητα έχει σημασία για τα εμπορικά πλοία και ιδιαίτερα τα επιβατικά.
δ) Οι σχέσεις μεταξύ των διάφορων διαστάσεων του σκάφους έχουν μεγάλη σημασία στη ναυπηγική αρχιτεκτονική: απ’ αυτές εξαρτώνται το λίγο ή πολύ λεπτό σχήμα των υφάλων και, κατά συνέπεια η αντίσταση στην κίνηση, οι ελικτικές ιδιότητες και γενικά όλες οι θαλάσσιες ιδιότητες. Από τις πολυάριθμες αυτές σχέσεις ιδιαίτερη σημασία έχουν οι εξής: 1) η σχέση μεταξύ μήκους και πλάτους, που για τα ιστιοφόρα κυμαίνεται από 4 έως 6, για τα φορτηγά από 6 έως 9 και για τα μεγάλα επιβατηγά π. από 9 έως 11, ενώ για τα πολεμικά η σχέση διαφέρει, π.χ. από 6 έως 8 για τα μεγαλύτερα και από 8 έως 10 για τα τορπιλοβόλα·, 2) η σχέση μεταξύ όγκου των υφάλων και του παραλληλεπιπέδου που τα περιβάλλει, σχέση που ονομάζεται λεπτότητα σκάφους: αυτή κυμαίνεται από 0,70 έως 0,80 για τα μεγαλύτερα πολεμικά και φορτηγά π. και από 0,55 έως 0,65 για τις ταχύπλοες πολεμικές και εμπορικές μονάδες.Ναυπηγικά χαρακτηριστικά. Οι απαιτήσεις της πλευστότητας, της ασφάλειας, της λειτουργικότητας, στις οποίες πρέπει να ανταποκρίνεται ένα π., εξαρτώνται βασικά από τα ναυπηγικά χαρακτηριστικά του: κυριότερα απ’ αυτά είναι η ικανότητα πλεύσης, η ευστάθεια, η ευελιξία και η αντίσταση στην πρόωση. Η ικανότητα πλεύσης νοείται ως διατήρηση επαρκούς άνωσης, ικανής ν’ αντιμετωπίσει, μέσα σε καθορισμένα όρια, πιθανές αυξήσεις εκτοπίσματος (που οφείλονται π.χ. στην εισροή νερού σε περίπτωση τρικυμίας ή από οπή). Η διατήρηση άνωσης είναι ευθέως ανάλογη προς τον όγκο των εξάλων, που περιορίζονται στο επάνω μέρος στο κύριο κατάστρωμα, στο οποίο φτάνουν τα στεγανά διαφράγματα: αυτή είναι κατά συνέπεια αντίστροφα ανάλογη με το βύθισμα. Οι διεθνείς κανόνες σχετικά με την ασφάλεια της ναυσιπλοιίας καθορίζουν για το κάθε π., το μέγιστο βύθισμα, ανάλογα με τις γεωγραφικές και εποχικές συνθήκες στις οποίες εκτελείται η ναυσιπλοΐα· το μέγιστο αυτό βύθισμα σημειώνεται με ειδικά σημεία, που λέγονται γραμμές φόρτωσης, γραμμένες με χρώμα στα πλευρά μόνο των εμπορικών π.· το ύψος εξάλων είναι κατά συνέπεια το ύψος του κυρίου καταστρώματος στο επίπεδο της ισάλου. Όπως είναι φανερό, τα μοναδικά π. για τα οποία προβλέπεται λειτουργικά η δυνατότητα εκμηδένισης της διατήρησης άνωσης είναι τα υποβρύχια. Η ευστάθεια υπό τη στατική μορφή νοείται κατά την έννοια της ικανότητας του π. να ξαναπάρει αυτόματα τη θέση της φυσικής ισορροπίας· υπό τη δυναμική μορφή αυτή αφορά αντίθετα τις ταλαντευτικές ιδιότητες του π. σε σχέση με τα χαρακτηριστικά του κυματισμού. Η ευελιξία αφορά είτε την ικανότητα του π. να διατηρεί την πορεία του (σταθερότητα πορείας) είτε την ικανότητα να αλλάζει γρήγορα διεύθυνση, όταν αναγκάζεται να το κάνει. Για να διατηρήσει καλή ευστάθεια πορείας πρέπει να μεταφερθεί όσο το δυνατόν προς την πρύμη το κέντρο αντίστασης της πρόωσης· η ευελιξία, αυτή η ίδια, επιτυγχάνεται με τον κατάλληλο εναρμονισμό του πηδαλίου με τις γραμμές του σκάφους και με το προωστήριο σύστημα (έλικες, τροχούς, πανιά). Το τελευταίο αυτό αποτελείται από όργανα ελιγμών, που έχουν την ιδιότητα να ενεργούν και σε σταματημένο π., ενώ το πηδάλιο είναι αποτελεσματικό μόνο όταν το π. βρίσκεται σε κίνηση, εκτός αν αυτό, λίγο ή πολύ κεκλιμένο, χτυπιέται από το ρεύμα της έλικας. Η αντίσταση στην πρόωση εξαρτάται από τις γραμμές του σκάφους, ιδιαίτερα από τα ύφαλα, και οφείλεται στον αέρα και στο νερό. Η αντίσταση που εξαρτάται από τον αέρα είναι πολύ κατώτερη από κείνη που οφείλεται στο νερό, η οποία επηρεάζεται επίσης και από την κατάσταση αναταραχής του τελευταίου. Η αντίσταση που συναντά το σκάφος προχωρώντας σε ήρεμα νερά είναι η συνισταμένη τριών κυρίων συνιστωσών: της αντίστασης τριβής, που παράγεται από στροβιλιστικές κινήσεις του νερού που συγκεντρώνεται πίσω από την πρύμη, του ομόρρου, σύμφωνα με το σχήμα της τελευταίας, και της αντίστασης των κυμάτων, που οφείλεται στην αναπόφευκτη δαπάνη ενέργειας, αναγκαίας για να παραχθούν τα κύματα, τα οποία σχηματίζονται ανάλογα με την κίνηση του π. Για καλά υπολογισμένα ύφαλα και στερούμενα πολλών αποφύσεων (έλικες, τιμόνι και παρατροπίδια διατοίχισης), η αντίσταση του κύματος είναι ανώτερη από την αντίσταση της τριβής. Η αντίσταση στην πρόωση σε ήρεμα νερά αντιπροσωπεύει ένα πολύ μικρό ποσοστό επί τοις εκατό (μερικά χιλιοστά) του βάρους του π. κι αυτό αποτελεί το βασικό προτέρημα των θαλάσσιων μεταφορών, η αντίσταση αυτή όμως αυξάνει πολύ γρήγορα με την ταχύτητα και γι’ αυτό η αύξηση ενός κόμβου π.χ. στην περιοχή των 25 κόμβων, προϋποθέτει μια εκατοστιαία αύξηση της κινητήριας δύναμης πολύ ανώτερη από εκείνη που χρειάζεται για την ίδια αύξηση π.χ. στην περιοχή των 10 κόμβων.
Χαρακτηριστικά κατασκευής. Η δομή ενός ξύλινου σκάφους προκύπτει από όσα αναφέραμε προηγουμένως: στη σύνθεση, αποτελείται από εγκάρσιους δακτυλίους (έδρες νομέων, νομείς, ζυγά) που εισάγονται στο διάμηκες στοιχείο, το οποίο αποτελείται από την ενισχυμένη με το σωτρόπι καρένα και είναι κατά συνέπεια εγκάρσια δομή. Το ξύλο έχει ευνοϊκές ιδιότητες (ελαστικότητα, ευκολία επεξεργασίας κλπ.), αλλά παρουσιάζει πολλά μειονεκτήματα (είναι εύφλεκτο, δενέχει μεγάλη μηχανική αντίσταση κλπ.)· εξάλλου, οι ξύλινες δομές είναι βαριές και ογκώδεις: για τους διάφορους αυτούς λόγους δεν κατασκευάζονται πια ξύλινα σκάφη μήκους πάνω από 50 μ. Τα είδη ξύλου που χρησιμοποιούνται περισσότερο είναι δρυς, φτελιά, πεύκο, πιτσπάιν, τηκ κλπ. Ένα μεταλλικό σκάφος μπορεί να έχει εγκάρσια δομή και κατά συνέπεια να είναι τελείως όμοιο με αυτό που ήδη περιγράψαμε ή να έχει διαμήκη δομή: ο σκελετός, στη δεύτερη περίπτωση, αποτελείται από ισχυρούς εγκάρσιους σκελετούς, τοποθετημένους σε μεγάλη απόσταση ο ένας από τον άλλο, οι οποίοι στηρίζουν πολυάριθμα διαμήκη μήκη, στον πυθμένα, στα πλευρά, κάτω από τα καταστρώματα και στα διαμήκη στεγανά διαφράγματα, που συμπληρώνουν τη δομή. Υπάρχουν όμως και σκάφη με καθαυτό μεικτή δομή, δηλαδή διαμήκη-εγκάρσια.
Τα μεταλλικά σκάφη κατασκευάζονται από ατσάλι, που από τα τελευταία 20 χρόνια του 19ου αι. έχει αντικαταστήσει το σίδερο: χρησιμοποιείται γενικά το μαλακό ατσάλι, αλλά για τα στοιχεία που υπόκεινται σε ισχυρότερες πιέσεις χρησιμοποιούνται ατσάλια με ενισχυμένη αντοχή, καθώς και ειδικών τύπων (με νικέλιο, βανάδιο κλπ.). Η ένωση των διάφορων στοιχείων επιτυγχάνεται με κάρφωμα ή συγκόλληση· το τελευταίο σύστημα έχει γενικά επικρατήσει τώρα πια εξαιτίας των πλεονεκτημάτων του βάρους και ταχύτητας κατασκευής. Εκτός από το ατσάλι, για μερικές υπερκατασκευές χρησιμοποιούνται το αλουμίνιο και τα ελαφρά κράματα.
Εξοπλισμός και λειτουργία. Ο εξοπλισμός αφορά όλα τα συγκροτήματα και τις εγκαταστάσεις που, αν και δεν αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του σκάφους και του συγκροτήματος των μηχανών, σκοπό έχουν να εξασφαλίσουν τις διάφορες υπηρεσίες του π. Μεταξύ αυτών, βασική σημασία έχει η διανομή της ηλεκτρικής ενέργειας: αυτή παράγεται από ηλεκτρογεννήτριες με συνεχές ή εναλλασσόμενο ρεύμα, που κινούνται με ατμοστρόβιλους ή κινητήρες Ντίζελ· ο ατμός παρέχεται από τους κύριους λέβητες ή από βοηθητικούς μικρότερους λέβητες. Οι κυριότερες υπηρεσίες που περιλαμβάνονται στον εξοπλισμό είναι σχετικές με: ναυσιπλοΐα και χειρισμούς (ραδιοεπικοινωνίες, μηχανισμός λειτουργίας του τιμονιού, εργάτες για τις άγκυρες κλπ.), ασφάλεια (άντληση των νερών και αποκατάσταση της ισορροπίας του σκάφους σε περίπτωση εισροής νερών, πυροσβεστικά συστήματα, σωστικά μέσα κλπ.), φορτίο (φόρτωση, συντήρηση διάφορων εμπορευμάτων), φωτισμό, επιβάτες και πλήρωμα με τις σχετικές ανέσεις και προμήθειες (καμπίνες, κουζίνες, ψυγεία, κλιματισμός, τρόφιμα κλπ.).
Όσο για τον τρόπο λειτουργίας, μια τεχνικοοργανωτική βελτίωση που διαδίδεται όλο και περισσότερο ακόμα και στα φορτηγά είναι ο αυτοματισμός, χρησιμότατος, επειδή επιτρέπει τον έλεγχο και τη διακυβέρνηση από μακριά των κυριότερων μηχανημάτων. Για το λόγο αυτόν, προβλέπεται ότι κάθε καινούργιο π. προορισμένο για εντατική και αξιόλογη εκμετάλλευση πρέπει να είναι εφοδιασμένο με ένα κεντρικό πίνακα ελέγχου και διακυβέρνησης, ο οποίος τοποθετείται στη γέφυρα στη διάθεση του αξιωματικού φυλακής, και μ’ ένα πίνακα τοποθετημένο κοντά στο διαμέρισμα των μηχανών, ο οποίος να επιτρέπει είτε την επαλήθευση με την αναγκαία συχνότητα των συνθηκών λειτουργίας των διάφορων συγκροτημάτων (λέβητες, κινητήρες, ηλεκτρογεννήτριες) είτε τους διάφορους χειρισμούς. Ύστερα από εξαντλητικές δοκιμές διαπιστώθηκε ότι μια τέτοια οργάνωση, εκτός από το ότι εγγυάται τη γρήγορη εξάλειψη ενδεχόμενων ελαττωμάτων ή αβαριών, επιτρέπει τον περιορισμό του προσωπικού κατά 25-30%: όπως είναι φανερό, προπάντων το τελευταίο αυτό αποτέλεσμα του αυτοματισμού συντελεί ευνοϊκά στην οικονομική λειτουργία του πλοίου.
Ένας άλλος νεωτερισμός που εισήχθη στο εμπορικό ναυτικό διάφορων χωρών συνίσταται στη χρήση ειδικών παραλληλεπιπέδων εμπορευματοκιβωτίων (γνωστών συνήθως με την αγγλική λέξη containers) για τη μεταφορά των διάφορων εμπορευμάτων. Το σύστημα αυτό, που χρησιμοποιείται σε μικρότερο μέτρο και στους σιδηροδρόμους και στα αυτοκίνητα, παρουσιάζει αξιοσημείωτα πλεονεκτήματα, που αντισταθμίζουν κατά τον καλύτερο τρόπο τα αναπόφευκτα μειονεκτήματα. Τα πλεονεκτήματα της χρήσης των containers συνίστανται κυρίως στην οικονομία χρόνου και κατά συνέπεια εξόδων, είτε στις εργασίες φορτοεκφόρτωσης και παράδοξης των εμπορευμάτων είτε στην παραμονή των π. στα λιμάνια (σ’ αυτό πρέπει να προστεθεί η καλύτερη προστασία των εμπορευμάτων από ζημιές οποιασδήποτε προέλευσης και η αξιοσημείωτη μείωση των εξόδων συσκευασίας). Τα μειονεκτήματα συνίστανται προπάντων στο κόστος και στη συντήρηση των containers, στη μεταφορά τους όταν είναι άδεια (τουλάχιστον έως ότου γίνει δυνατό να οργανωθεί μεταξύ των εξαγωγικών και εισαγωγικών δικτύων η ετοιμότητα των κιβωτίων που είναι ήδη γεμάτα σε κάθε επιστροφή των π. στο λιμάνι προέλευσης) και στην ανάγκη να εφοδιαστούν τα λιμάνια και οι εμπορικές μονάδες, που δεν είναι κατασκευασμένα επίτηδες για τη διακίνηση αυτή, με μέσα ανύψωσης, κατάλληλα για το βάρος και τον όγκο των εμπορευματοκιβωτίων. Η επιτυχία του συστήματος αυτού εξαρτάται κατά μεγάλο μέρος από την ενοποίησή του, ιδιαίτερα όσον αφορά τον όγκο των κιβωτίων. Τα containers κατασκευάζονται γενικά από ατσάλι ή, λιγότερο συχνά, από αλουμίνιο. Είναι στεγανά και εφοδιασμένα με εξαρτήματα τελευταίου τύπου για τις εργασίες ανύψωσης και για την τοποθέτηση τους στα διάφορα μέσα μεταφοράς. Χρησιμοποιούνται ήδη και κινητά ψυκτικά κιβώτια (το αναγκαίο ρεύμα για την παραγωγή ψύχους το προμηθεύει ο κεντρικός ηλεκτρικός σταθμός του πλοίου).
Ταξινόμηση και τύποι. Τα π. μπορούν να ταξινομηθούν σε σχέση με τα χαρακτηριστικά τους και με τη χρησιμοποίηση τους. Σύμφωνα με την πρώτη άποψη, όλη η ναυτιλία μπορεί να διαιρεθεί σε δύο κατηγορίες: τα ιστιοφόρα και τα μηχανοκίνητα. Η πρώτη κατηγορία περιλαμβάνει πολυάριθμους τύπους, που χαρακτηρίζονται προπάντων από την εξαρτία τους: οι κυριότεροι τύποι της τελευταίας αυτής αναφέρονται στο άρθρο ιστιοφόρο. Η κατηγορία των μηχανοκίνητων π. μπορεί να διαιρεθεί σε διάφορους τύπους, είτε ανάλογα με τον κινητήριο ή προωστήριο μηχανισμό είτε –ιδιαίτερα για τα φορτηγά– ανάλογα με τον τύπο κατασκευής. Όσον αφορά στον κινητήριο μηχανισμό, υπάρχουν π. με ατμό (ατμόπλοια), με ατμοστρόβιλους και δηζελόπλοια, εφοδιασμένα με κινητήρες εσωτερικής καύσης· υπάρχουν επίσης π. με θερμοηλεκτρική πρόωση, στα οποία οι ατμοστρόβιλοι ή οι ενδοθερμικοί κινητήρες, συνδυασμένοι με ηλεκτρογεννήτριες, παρέχουν ενέργεια σε ηλεκτρικούς κινητήρες, οι οποίοι δίνουν κίνηση στις έλικες. Μια νεότατη μορφή πρόωσης είναι η εσφαλμένα λεγόμενη ατομική ή πυρηνική (πράγματι, οι πυρηνικές αντιδράσεις δεν παρέχουν πρόωση, αλλά θέρμανση για την ατμοποίηση του απαιτούμενου υγρού): σχηματικά, οι ισχυρές εξωθερμικές αντιδράσεις που αναπτύσσονται σ’ ένα πυρηνικό αντιδραστήρα θερμαίνουν το νερό που κυκλοφορεί γύρω του και, αφού αυτό μετατραπεί σε ατμό, θέτει σε κίνηση τους στροβίλους, οι οποίοι μεταβιβάζουν την περιστροφική τους κίνηση στις έλικες μέσω κινητήρων ή μέσω θερμοηλεκτρικής μεταβίβασης. Υπάρχουν επίσης π. με μεικτή πρόωση (για την ακρίβεια με διπλή πρόωση)· σήμερα υπάρχει μόνο ο συνδυασμός πανιών με ενδοθερμική μηχανή, συνδυασμός που βρίσκει μεγάλη εφαρμογή στα ιστιοφόρα με βοηθητική μηχανή, μονάδες ιδιαίτερα προσαρμοσμένες για την αλιεία ή την ακτοπλοΐα. Όσον αφορά τον προωστήρα, αυτός είναι γενικά τώρα πια η έλικα (σε ένα π. μπορούν να υπάρχουν και τέσσερις).
Από την άποψη τύπου κατασκευής, υπάρχουν οι εξής κύριοι τύποι εμπορικών π.: π. με κανονική κατασκευή, με ένα ή περισσότερα καταστρώματα, πολύ γερό και ιδιαίτερα κατάλληλο για τη μεταφορά βαριών φορτίων· π. με προστατευτικό κατάστρωμα, γενικά επιβατηγό, το οποίο πάνω από το κύριο κατάστρωμα έχει υπερκατασκευή πιο ελαφριά, συνεχή, που λέγεται κόντρα κουβέρτα· π. με πυργοειδή κατασκευή κύτους και με τριγωνικές δεξαμενές καταστρώματος (cantillever), που χαρακτηρίζονται από υπερκατασκευή στενότερη από το π. σε σχήμα μεγάλου κιβωτίου (οι τελευταίοι αυτοί δύο τύποι, που είναι ιδιαίτερα προσαρμοσμένοι για μεταφορά χύμα εμπορευμάτων όπως σιτάρι, κάρβουνο κλπ. λέγονται αυτοδιευθετούντες, επειδή καθώς είναι στενοί προς τα πάνω, σε περίπτωση ισχυρής διατοίχισης περιορίζουν τη μετακίνηση των εμπορευμάτων προς τη μια πλευρά και αποφεύγεται έτσι ο κίνδυνος μεγάλης κλίσης του π.) και π. με επίπεδη γέφυρα, στο οποίο η άνω γέφυρα, συνεχής και χωρίς καμιά υπερκατασκευή, εκτείνεται από τη μια ως την άλλη πλευρά.
Από άποψη ωφελιμότητας, όλη η ναυτιλία μπορεί να διαιρεθεί στις δυο μεγάλες κατηγορίες των πολεμικών και των εμπορικών π. Μεταξύ των τελευταίων αυτών διακρίνονται οι ακόλουθοι τύποι: επιβατικό π., που έχει καμπίνες για περισσότερα από 12 άτομα (όταν, επιχορηγούμενο από το κράτος, εκτελεί περιοδικές υπηρεσίες σε καθορισμένες γραμμές και μεταφέρει το ταχυδρομείο, ονομάζεται επίσης ποστάλι)· μεικτό π. όταν μεταφέρει προπάντων εμπορεύματα, αλλά έχει χώρους για πάνω από 12 επιβάτες· φορτηγό π., προορισμένο για τη μεταφορά εμπορευμάτων, αλλά ενδεχομένως με χώρους για τη μεταφορά όχι πάνω από 12 επιβατών. Τα φορτηγά π. είναι δύο τύπων: μεταφοράς ξηρού και μεταφοράς υγρού φορτίου. Το ξηρό φορτίο μπορεί να μεταφέρεται χύμα (μεταλλεύματα, κάρβουνο, δημητριακά κλπ.), π.χ. σε ένα π. αυτοστοιβαζόμενο, ή συσκευασμένο. Τα π. για τη μεταφορά υγρών φορτίων ονομάζονται γενικά δεξαμενόπλοια: ιδιαίτερα αυτά που μεταφέρουν υγρά καύσιμα ονομάζονται πετρελαιοφόρα. Στα δεξαμενόπλοια το φορτίο είναι κλεισμένο σε δεξαμενές, που λέγονται τανκ, ανεξάρτητες η μια από την άλλη και που χωρίζονται με εγκάρσια και διαμήκη στεγανά διαφράγματα: περιορίζεται έτσι προπάντων ο κίνδυνος που προέρχεται από υγρά με πολύ εκτεταμένη ελεύθερη επιφάνεια. Υπάρχουν επίσης αλιευτικά π., εφοδιασμένα με τον αναγκαίο εξοπλισμό για την άσκηση της δραστηριότητας αυτής, από τα οποία τα φαλαινοθηρικά μπορούν να φτάσουν σε σημαντικές διαστάσεις· πλοία ψυχαγωγίας με ποικιλότατους τύπους· π. για ειδικές υπηρεσίες, όπως πορθμεία, π. τοποθέτησης καλωδίων και παγοθραυστικά. Τα τελευταία χαρακτηρίζονται από τη ρωμαλεότητα τους, προπάντων στο πρωραίο τμήμα.
Το πολεμικό ναυτικό περιλαμβάνει μονάδες πολύ διαφορετικών τύπων, που εξετάζονται σε χωριστά άρθρα. Η πολυάριθμη κατηγορία βοηθητικών π. του πολεμικού ναυτικού περιλαμβάνει ποικιλότατους τύπους, εξοπλισμένους για τον ειδικό – προορισμό τους, από τα οποία προέρχονται και οι σχετικές ονομασίες: υπάρχουν έτσι π. υποστήριξης υποβρυχίων, π. τοποθέτησης δικτύων για την προστασία λιμένων και αγκυροβολίων, π. –συνεργεία, π.– νοσοκομεία, π. υδρογραφικών υπηρεσιών και π. για τη μεταφορά διάφορων υλών, όπως εφοδίων και τροφίμων.
Το Ρώσικο καταδρομικό «Pyotr Veliky» (Πέτρος ο Μέγας) (φωτ. ΑΠΕ).
Τύπος βοηθητικού πλοίου (L.C.A.C) του Αμερικανικού Πολεμικού Ναυτικού, φορτωμένο με πολεμικά οχήματα και προσωπικό (φωτ. ΑΠΕ).
Το αμερικάνικο πυρηνικό υποβρήχιο «Jeawolf» (φωτ. ΑΠΕ).
Η πρόωση τον πλοίου, που κατορθώνεται με ατμοστρόβιλους, προβλέπει εφαρμογή ενός μειωτή στροφών με γρανάζια, για να μειώνει την ταχύτητα περιστροφής του στρόβιλου στο επίπεδο της ταχύτητας των ελίκων. Εδώ, συγκρότημα μειωτή Tosi-Westinghouse 36.000 HP, σε προχωρημένη φάση συναρμολόγησης.
Το κρουαζερόπλοιο «Mercury» χωριτικότητας 17.700 τ. (φωτ. ΑΠΕ).
Το «HMS Ocean» ελικοπτεροφόρο του Βρετανικού Πολεμικού Ναυτικού (φωτ. ΑΠΕ).
Το μεγαλύτερο κρουαζερόπλοιο στον κόσμο «Super Star Leo» έχει χωρητικότητα 76.800 τ., μήκος 268 μ., 13 καταστρώματα και μπορεί να φιλοξενήσει 2000 επιβάτες και 1.000 άτομα προσωπικό (φωτ. ΑΠΕ).
Το αμπάρι στα φορτηγά πλοία μπορεί να εκτείνεται ως το κατάστρωμα: φορτωμένο Ιαπωνικό φορτηγό πλοίο στο λιμάνι της Σρί Λάνκα (φωτ. ΑΠΕ).
Υπόδειγμα βενετσιάνικου πλοίου του 16ου αι. (Σπέτσια, Ναυτικό Μουσείο).
Ανακατασκευασμένο αγγλικό βατσέλλο του 18ου αι.
Το βρετανικό «Great Eastern», το μεγαλύτερο υπερωκεάνειο του 19ου αι., με μεικτή πρόωση (1858).
Υπόδειγμα Ρωμαϊκής τριήρους (Σπέτσια, Ναυτικό Μουσείο).
Μικρό παραδοσιακό πλοιάριο με κουπιά σε ποταμό της Κίνας. Η χρήση του τύπου αυτού ξεκίνησε στις αρχές του 17ου αι. (φωτ. ΑΠΕ).
Το αμερικάνικο πολεμικό πλοίο «Constitution», το παλαιότερο στον κόσμο, που ναυπηγήθηκε στις 21/10/1797 (φωτ. ΑΠΕ).
Αντίγραφο πλοίου των Βίκινγκς, κατά τη διάρκεια αναπαράστασης του ταξιδιού του περίφημου εξερευνητή ΄Ερικσον, το έτος 982 (φωτ. ΑΠΕ).
Αιγυπτιακό ποταμόπλοιο του δεύτερου μισού της 2ης π.Χ. χιλιετίας. Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι αντιμετώπισαν τη θάλασσα μόνο μετά τη μετατροπή σε θαλάσσια σκάφη των λέμβων που χρησιμοποιούσαν στο Νείλο. Η τοιχογραφία αυτή χρονολογείται στην περίοδο της δέκατης όγδοης δυναστείας. (Αιγυπτιακό Μουσείο, Τουρίνο).
Αρχαίο ελληνικό πλοίο, όπως εικονίζεται σε αγγείο το 6ου π.Χ. αι. (Κρατικό Μουσείο, Μόναχο).
Η τριήρης «Ολυμπιάς» ακριβές ομοίωμα των αρχαίων αθηναϊκών πλοίων (φωτ. ΑΠΕ).
* * *το / πλοῑον, ΝΜΑ1. κάθε πλωτό σκάφος και κυρίως μεγάλων διαστάσεων, καράβι2. φρ. «αλιευτικό πλοίο» και «πλοῑον αλιευτικόν» — πλοίο που χρησιμοποιείται για αλιεία, ψαράδικο.νεοελλ.ναυτ.1. (σύμφωνα με τον Κώδικα Δημόσιου Ναυτικού Δικαίου) κάθε σκάφος προορισμένο να μετακινείται επί τών υδάτων προς μεταφορά προσώπων ή πραγμάτων, ρυμούλκηση, επιθαλάσσια αρωγή, αλιεία, αναψυχή, επιστημονικές έρευνες ή άλλο ναυτιλιακό σκοπό2. (σύμφωνα με τον κώδικα ιδιωτικού ναυτικού δικαίου) κάθε σκάφος που έχει καθαρή χωρητικότητα δέκα τουλάχιστον κόρων και είναι προωρισμένο να κινείται στη θάλασσα με δική του δύναμη πλεύσης3. φρ. α) «αδελφά πλοία» — πλοία που έχουν ναυπηγηθεί με τις ίδιες προδιαγραφές, έχουν συνήθως τα ίδια χαρακτηριστικά, όπως μήκος, πλάτος, βύθισμα, ταχύτητα, μεταφορική ικανότητα, ναυπηγούνται ταυτόχρονα ή σχεδόν ταυτόχρονα, κατά κανόνα από την ίδια εταιρεία, και τις περισσότερες φορές έχουν παραγγελθεί από την ίδια ναυτιλιακή εταιρείαβ) «ακτοπλοϊκό πλοίο» — επιβατηγό, επιβατηγό-οχηματαγωγό, επιβατηγό-φορτηγό ή φορτηγό πλοίο που εκτελεί μεταφορές μόνο στις εσωτερικές θάλασσες μιας χώραςγ) «αλιευτικό πλοίο» — πλοίο που χρησιμοποιείται για αλιεία εσωτερικών θαλασσών, ανοιχτών θαλασσών, ωκεανών και ειδικών αλιευμάτωνδ) «δεξαμενόπλοιο» — πλοίο που προορίζεται κυρίως για τη μεταφορά αργού πετρελαίου από τους τόπους παραγωγής σε κέντρα διύλισης ή προϊόντων διύλισης τού πετρελαίου από τα διυλιστήρια στους τόπους διανομής και κατανάλωσης, κν. τάνκερε) «εμπορικό πλοίο ή πλοίο μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων» — πλοίο που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά εμπορευμάτων τα οποία τοποθετούνται σε κιβώτια ειδικών διαστάσεων, τα κοντέινερ, τα οποία στοιβάζονται στο πλοίο σε ειδικές υποδοχές στερεώσεως, με φορτωτήρα τού πλοίου ή τής ξηράςστ) «επιβατηγό πλοίο» — πλοίο για τη μεταφορά προσώπωνζ) «επιβατηγό-φορτηγό πλοίο» — πλοίο μικτής μεταφοράς προσώπων και εμπορευμάτωνη) «θαλαμηγό πλοίο» — ιδιόκτητο πλοίο που χρησιμοποιείται για αναψυχήθ) «ιστιοφόρο πλοίο» — πλοίο που χρησιμοποιεί ως κινητήρια δύναμη τον άνεμο ο οποίος προσπίπτει πάνω στα ιστία του, τα πανιά τουι) «κωπήλατο πλοίο» — πλοίο που κινείται με κουπιάια) «ναυαγοσωστικό πλοίο» — πλοίο που προσφέρει υπηρεσίες για επιθαλάσσια αρωγή και διάσωση σε πλοία που κινδυνεύουνιβ) «παγοθραυστικό πλοίο» — πλοίο που χρησιμοποιείται για διάνοιξη οδών πλεύσης σε παγωμένες θάλασσες και λιμάνια, θραύοντας τον πάγο καθώς έρχεται σε επαφή μαζί του και προκαλώντας ανοίγματα λίγο μεγαλύτερα από το πλάτος τού σκάφουςιγ) «πολεμικό πλοίο» — ειδικά κατασκευασμένο πλοίο που χρησιμοποιείται για πολεμικούς σκοπούςιδ) «πλοίοπορθμείο» — πλοίο για μεταφορά οχημάτων ή οχημάτων και προσώπων σε μικρές αποστάσεις και μέσα σε προστατευμένες ή κλειστές θαλάσσιες περιοχές, κν. φέρυμποτιε) «πλοίο τύπου Roll-on, Roll-off» — πλοίο που μοιάζει με κλειστό οχηματαγωγό τού Β' Παγκόσμιου Πολέμου, αλλά έχει άνοιγμα για φορτοεκφόρτωση τών οχημάτων, τόσο στην πλώρη όσο και στην πρύμνη, και συνήθως και πλευρικό άνοιγμα, από το οποίο εκτείνεται προς την ξηρά επικλινές δάπεδο ή ράμπα για τις φορτοεκφορτώσεις, ενώ το εσωτερικό του μοιάζει με γκαράζ πάρκινγκ πολλών ορόφων, όπου σταθμεύουν τα αυτοκίνηταιστ) «πυρηνοκίνητο πλοίο» — πλοίο που χρησιμοποιεί ως πηγή ενέργειας για την κίνησή του πυρηνικό αντιδραστήραιζ) «ρυμουλκό πλοίο» — πλοίο ειδικά κατασκευασμένο που χρησιμοποιείται για τη ρυμούλκηση άλλων πλοίωνιη) «πλοίο με υδροπτερύγια» — σκάφος που είναι σχεδιασμένο κατά τρόπο ώστε να ανυψώνεται ολόκληρο επάνω από την επιφάνεια τού νερού καθώς αυξάνεται η ταχύτητά του και το οποίο υποστηρίζεται με υδροπτερύγια ειδικής κατασκευής, κν. δελφίνιιθ) «φορτηγό πλοίο» — πλοίο που μεταφέρει ξηρά φορτίααρχ.φρ. α) «πλοῑον ἱππαγωγόν» — σκάφος κατάλληλο για να μεταφέρει άλογαβ) «πλοῑον λεπτόν» — μικρό σκάφος, πλοιάριο, καραβάκιγ) «πλοῑον μακρόν» — πολεμικό πλοίο, τριήρηςδ) «πλοῑον στρογγύλον [ἡ φορτηγικόν]» — σκάφος κατάλληλο για τη μεταφορά φορτίων, φορτηγό.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πλοῖον (< *πλόFιον, με σίγηση τού ενδοφωνηεντικού -F- και συναίρεση) αποτελεί παρ. τής λ. πλόος/ πλοῦς. Η λ. πλοῖον, η οποία δεν απαντά στον Όμ., χρησιμοποιήθηκε κυρίως για τα εμπορικά πλοία, αλλά ορισμένες φορές, συνήθως μαζί με το επίθ. μακρόν, και για τα πολεμικά και αντικατέστησε σε μτγν. εποχή τη λ. ναῦς].
Dictionary of Greek. 2013.